- αναμερίζω
- αναμερίζω και αναμεράω -μέρισα, -μερίστηκα, -μερισμένος1. μτβ., παραμερίζω, εκτοπίζω: Για να πάρει τη θέση αυτή αναμέρισε παλιότερους και καλύτερούς του.2. αμτβ., αποτραβιέμαι, αφήνω τόπο σ' άλλους: Αναμέρισε για να περάσει ο γέροντας.3. η μτχ. του παθ. πρκ., αναμερισμένος ο παραγκωνισμένος, ο περιφρονημένος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.